- αναπλειστηριάζω
- μετ. объявлять повторные торги (на описанное имущество)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπλειστηριάζω — πλειστηριάζω εκ νέου ή κατ’ επανάληψη, επαναλαμβάνω πλειστηριασμό που δεν έγινε ή ακυρώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
αναπλειστηρίαζω — ασα, άστηκα, ασμένος, ξανακάνω πλειστηριασμό που ματαιώθηκε ή ακυρώθηκε: Αναπλειστηριάστηκε το ακίνητο, γιατί ο προηγούμενος πλειστηριασμός ακυρώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπλειστηριασμός — ο εκ νέου πλειστηριασμός, επανάληψη πλειστηριασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek